εἰδόμαν

εἰδόμαν
εἰδόμᾱν , εἴδομαι
see
imperf ind mid 1st sg (doric aeolic)
εἰδόμᾱν , εἴδομαι
see
imperf ind mid 1st sg (doric aeolic)
εἰδόμᾱν , εἶδον
see
aor ind mid 1st sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • όπλισμα — το (Α ὅπλισμα) [οπλίζω] νεοελλ. στρ. περιληπτική ονομασία τών εξαρτημάτων ή τών οργάνων τα οποία χρησιμοποιούνται για τη βολή με πυροβόλα όπλα αρχ. 1. το σύνολο τών όπλων, τα όπλα, ο οπλισμός 2. εξοπλισμένος στόλος («Βοιωτῶν δ ὅπλισμα ποντίας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”